- τρανός
- -ή, -ό / τρανός, -ή, -όν, ΝΜΑπροφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη τής ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.)νεοελλ.1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και μεγάλη δύναμη, σπουδαίος («έγινε μεγάλος και τρανός τώρα και δεν μάς μιλάει»)3. το αρσ. ως ουσ. ο τρανόςα) αξιωματούχοςβ) είδος παραδοσιακού χορού από την περιοχή τής Μακεδονίας4. παροιμ. «θέλεις το τρανό χουλιάρι; πάρε και μεγάλο φτυάρι» — δηλώνει ότι όσοι έχουν μεγάλες αξιώσεις πρέπει να προσφέρουν και ανάλογες υπηρεσίεςαρχ.(το ουδ. ως επίρρ.) τρανόνμε διαυγή τρόπο, τρανώς.επίρρ...τρανώς/ τρανῶς ΝΜΑ και τρανά Νμε τρανό, ολοφάνερο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού επιθ. τρανής, κατά τη θεματική κλίση].
Dictionary of Greek. 2013.